Περίμενε με τρόμο πως θα τον χτυπούσαν και πάλι. Ήταν σαν κάποιος να είχε πάρει ένα δρεπάνι, να το είχε μπήξει μέσα του και να το στριφογύριζε ξανά και ξανά στο στήθος και τα σωθικά του. Από τον πόνο δάγκωνε το μαξιλάρι και έσφιγγε τα δόντια, ενώ ξαφνικά μέσα στο κεφάλι του, μέσα στο χάος, άστραψε καθαρά μια τρομερή, μια αβάσταχτη σκέψη, πως αυτόν ακριβώς τον πόνο θα πρέπει να ένιωθαν επί χρόνια, μέρα τη μέρα αυτοί οι άνθρωποι που τώρα, στο φως του φεγγαριού, έμοιαζαν με μαύρες σκιές. Πώς ήταν δυνατόν σε ένα διάστημα μεγαλύτερο από είκοσι χρόνια να μην το ήξερε και να μην ήθελε να το ξέρει;
Άντον Τσέχοφ, «Διηγήματα & Νουβέλες», ΨΥΧΟΓΙΌΣ – ΤΑ ΚΛΑΣΙΚΑ, Μάρτιος 2019, ISBN: 978-618-01-2803-1, Μετάφραση: Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου, Επίμετρο: Τόμας Μαν, «Ο θάλαμος αρ. 6 (1892)», Κεφάλαιο XVIII, σελίδα 241.